αγιασμός

αγιασμός
Σύμφωνα με τη λειτουργική της Ορθόδοξης Εκκλησίας α. λέγεται η ευλογία των νερών με ευχές και σταυρικές επισφραγίσεις και ο εξαγνισμός, στη συνέχεια, του πιστού με ραντισμό. 1. Μέγας α. Τελείται την παραμονή και ανήμερα των Θεοφανείων για να ξαναθυμηθούν οι πιστοί τη βάφτιση του Χριστού από τον Ιωάννη τον Πρόδρομο στον ποταμό Ιορδάνη και να αγιαστούν τα νερά. Μετά τη λήξη της τελετής, οι πιστοί γεμίζουν από το αγιασμένο νερό τα δοχεία που έχουν μαζί τους και τα φέρνουν σπίτι τους. 2. Μικρός α. Τελείται κάθε πρώτη μέρα του μήνα ή και άλλοτε στον ναό ή στα σπίτια των χριστιανών. To νερό αγιάζεται, αφού βαφτιστεί μέσα του ο σταυρός και διαβαστούν οι κατάλληλες ευχές και τα τροπάρια. Με τον Μικρόα. γίνεται επίκληση στον Χριστό, ως «πηγή των Ιαμάτων», να θεραπεύσει τις αρρώστιες, ψυχικές και σωματικές, των χριστιανών. Ονομάστηκε Μικρός γιατί η ακολουθία του είναι μικρότερη σε έκταση από τον Μεγάλο και γιατί η παράκληση του αφορά σε αγαθά που έχουν μικρότερη σημασία.
* * *
ο (Α ἁγιασμός) [αγιάζω]
εξαγνισμός, καθαγιασμός
(νεοελλ.-μσν.) καθαγιασμός τού ύδατος με τις ευχές και ευλογίες τού ιερέα
νεοελλ.
1. τελετή που γίνεται από τον ιερέα, συνήθως σε εγκαίνια
2. το ράντισμα με την αγιαστούρα
3. αγιασμένο νερό, αγίασμα
εκκλ.
1. αφιέρωση, προσφορά στον Θεό
2. ιερός τόπος, ναός.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ἁγιασμός — consecration masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αγιασμός — ο 1. η τελετή για την καθαγίαση του νερού από τον ιερέα: Όλοι γύρω σοβαροί παρακολουθούσαν τον αγιασμό. 2. το αγιασμένο νερό: Είχε μαζί της και μια κούπα για να πάρει αγιασμό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • άγριος αγιασμός — Κοινή ονομασία των φυτών μέντα η μακρόφυλλος και μέντα η πρασίνη (βλ. λ. μέντα, δυόσμος) …   Dictionary of Greek

  • ἁγιασμοῖς — ἁγιασμός consecration masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁγιασμοῦ — ἁγιασμός consecration masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁγιασμούς — ἁγιασμός consecration masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁγιασμῶν — ἁγιασμός consecration masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁγιασμῷ — ἁγιασμός consecration masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁγιασμόν — ἁγιασμός consecration masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Θεοφάνια ή Επιφάνια — Μία από τις μεγάλες γιορτές της χριστιανικής Εκκλησίας που τελείται στις 6 Ιανουαρίου. Η γιορτή αυτή καθιερώθηκε για πρώτη φορά τον 2o αι. στην Αίγυπτο, όπως μας πληροφορεί ο Κλήμης ο Αλεξανδρεύς, όπου μερικοί Γνωστικοί χριστιανοί γιόρταζαν στις… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”